Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

"Ο Γούλας"

Πέρυσι... Τέτοιες μέρες! Απόκριες... Ανέβαινα στο χωριό με την κυρά-Σταματία (τη μάνα μου) και τη μικρή Ματίνα... Διανυκτέρευση στη Λάρισα (μετά από κάμποσα χρόνια), στο σπίτι του ξάδερφου... Του αξέχαστου Γούλα...
Τα ήπιαμε, τα είπαμε και δώσαμε ραντεβού για το Πάσχα...

Μόλις γύρισα στην Αθήνα έγραψα ένα νοσταλγικό κείμενο ("Το κυνήγι της κάτσιαντρας") για τα παιδικά μας χρόνια, όπου έκανα και μια αναφορά στο Γούλα εκείνης της εποχής! Λίγες μέρες αργότερα η είδηση της ασθένειάς του έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι μου! Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Πώς να χωνέψω ότι αυτός ο πενηντάρης ΑΝΤΡΑΚΛΑΣ, που δεν είχε ξαναπάει σε γιατρό, είχε λίγους μήνες ζωής;
Σαράντα πέντε μέρες μετά το χαμό του και δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα πως έφυγε... Όλες αυτές τις μέρες έρχονται στο μυαλό μου διάφορα μικρά γεγονότα να μου τον θυμίζουν... Δεν είναι γεγονότα-σταθμοί στη ζωή μας, ούτε τα σημαντικότερα! Είναι από αυτά τα μικρά και απλά που χαράσσονται στη μνήμη και δε σβήνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν!
Θέλω να μοιραστώ κάποια με όσους έτυχε να τον γνωρίζουν...

@ Αρχές δεκαετίας του '70... Χούντα, χωριό, χειμώνας καιρός (σαν τώρα) και χιόνι πολύ... Πρωί, πηγαίναμε σχολείο... Πρωτάκι εγώ, τρίτη ο αδερφός μου, έκτη ο Γιώργος (Γούλας)... Καθημερινή υποχρέωσή μας να πάμε στο σχολείο από ένα καυσόξυλο για την ξυλόσομπα... Μπροστά ο ξάδερφος, πίσω εμείς... Με το μυαλό στο χιόνι και πώς θ' ανοίξουμε δρόμο, ξεχνάμε το καυσόξυλο... Μόλις περνάμε το ρέμα κάποιος το θυμάται... Να γυρίσουμε πίσω ήταν ταλαιπωρία, να πάμε με άδεια χέρια... σίγουρη τιμωρία! Οι "καλοθελητές" περίσσευαν τότε!! Στη στιγμή, πιάνει ο Γούλας μια σχίζα από το φράχτη του μπαρμπα-Θύμιου και την ξεκαρφώνει με το ένα χέρι! Με μια κλωτσιά στη μέση τη σπάει στα δύο και μας δίνει από ένα κομμάτι ξύλου... "Εσύ;" τον ρωτάμε... "Προχωράτε", μας λέει...
Ποιος τολμούσε να "καρφώσει" στο δάσκαλο ότι ο Γούλας δεν έφερε ξύλο;

@ Δυο-τρία(;) χρόνια μετά (δε θυμάμαι συγκεκριμένα)... Τέτοια εποχή, πάλι... Κυριακή (μάλλον, ήταν η μόνη μέρα δίχως σχολείο) και καλός καιρός... Η εποχή της "κάτσιαντρας" (πριν τις "κλάσει" ο Μάρτης)... Έχουμε ξαμοληθεί στα φτεροτόπια με το "σκάφτηρα" στο ένα χέρι και το ψωμοτύρι στο άλλο... Οι τρεις μας, πάλι... Με το Γούλα -εννοείται- επικεφαλής κάναμε προς τον Αϊ-Θανάση... Φτάνοντας στο "Εκκλησάκι", βάζει ο Γούλας μια φωνή για να τον ακούσουν όσοι είχαν επιλέξει το ίδιο μέρος με εμάς: "Από δω μέχρι τον Αϊ-Θανάση είναι όλες δικές μας" (οι κάτσιαντρες)!
Ποιος τολμούσε να τον αμφισβητήσει;
Λίγο πριν το μεσημέρι βάζουμε κάτω τη "σοδειά" για να τη μοιράσουμε... Ξεκινάει η μοιρασιά, παίρνοντας ο καθένας με τη σειρά από μία... Δημιουργείται μια διαφωνία ανάμεσα στον αδερφό μου και στο Γούλα (νομίζω στο ποιος θα αρχίσει -αν θυμάμαι καλά, ο ξάδερφος ήθελε να διαλέξω εγώ πρώτος)... Τις παρατάει όλες ο Γούλας, σηκώνεται και λέει: "Δε θέλω καμία, πάρτε τες όλες"...
Και κατηφορίζει προς το χωριό, σαν να μην τρέχει τίποτα...

@ Έχουν περάσει καμιά ντουζίνα χρόνια... Μέσα δεκαετίας του '80... Οικογενειάρχης εκείνος (πριν μπει στα 20 καλά-καλά), φοιτητής εγώ... Πρέπει να είναι τέλος καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου (μόλις έχει ανοίξει η κυνηγετική περίοδος)... Ερασιτέχνης κυνηγός εκείνος, δεν είχα πιάσει όπλο εγώ...
Μου προτείνει να πάμε παρέα για κυνήγι... Ξυπνάμε χαράματα και ξεκινάμε... Ήθελε να πετύχει οπωσδήποτε κάτι (λαγό, πέρδικες) για μένα... Δε βρήκαμε τίποτα... Για να μη γυρίσουμε ατουφέκιστοι λέει: "Ό,τι δω μπροστά μου, θα το ρίξω!"... Την πλήρωσε ένα σπουργίτι πάνω σε μια βελανιδιά... Του έριξε από πολύ κοντά... Δεν έμεινε τίποτα, μόνο λίγα φτερά σκόρπισαν στον αέρα...
Στεναχωρέθηκε πολύ, γιατί ένιωθε ότι με ξύπνησε και με ταλαιπώρησε τζάμπα και γυρίσαμε με άδεια χέρια...
Πήγαμε στο καφενείο και πλακωθήκαμε στα τσίπουρα...
[Υ.Γ. Ίσως, ήταν ένας σοβαρός λόγος που δεν ασχολήθηκα ποτέ με το κυνήγι (και τον ευχαριστώ γι' αυτό)...!]

@ Τέλος δεκαετίας του '80... Μόλις έχω απολυθεί από φαντάρος... Εκείνος, από τους "μεγάλους" (για τα δεδομένα του χωριού) γεωργοκτηνοτρόφους... Καλοκαίρι, τέλη Ιούλη, διαολεμένη ζέστη... Με το φορτηγό του γυρίζει στα χωριά του κάμπου (μεταξύ Ολύμπου και Αμάρμπεη) και κουβαλά ζωοτροφές (τότε, μπάλες -δέματα- άχυρο)... Είχε βοηθό στο φόρτωμα το Νίκο του Φώντα... Έψαχνε έναν ακόμα και δεν έβρισκε... Του λέω: "Θα 'ρθω εγώ!"... Είχε κανονίσει να φορτώσουμε σε ένα χωράφι στη Μηλέα... Έσκαγε ο τζίτζικας... Πήγαμε, βρήκαμε το χωράφι, φορτώσαμε τις μπάλες... Φορούσα ένα ραφ χιτώνιο της Πολεμικής Αεροπορίας, όπου είχα ζωγραφίσει -με μπλάνκο- τη Λήμνο (μια μεγάλη σε όλη την πλάτη και μια μικρογραφία στην τσέπη της καρδιάς) και είχα λιώσει απ΄ τον ιδρώτα... Την ώρα που είμαστε έτοιμοι να φύγουμε έρχεται ο νοικοκύρης -ένας γεράκος μικροκαμωμένος- ωρυόμενος... Γίνεται ένας ψιλοκαυγάς (πρέπει να είχε γίνει λάθος συνεννόηση, γιατί το χωράφι ήταν νοικιασμένο) κι ο Γούλας, μην μπορώντας να ξεσπάσει στο φουκαρά το γεράκο, αδειάζει το άχυρο και μας λέει: "Πάμε!"... "Πού θα πάμε να φορτώσουμε;" τον ρωτάμε... "Εδώ κάτω, στη μεγάλη στροφή πριν το Σαραντάπορο!" λέει... Εκεί ήταν μια πρόχειρη καντίνα... Του λέω: "Εδώ σε λίγα χρόνια θα είναι στέκι με δέντρα και τραπεζάκια έξω!"...
Όπως κι έγινε... (Του το θύμισα πέρυσι και γελούσε...)
Γυρίσαμε χωρίς φορτίο... Δεν τον ένοιαζε... "Κι αύριο μέρα είναι!", λέει στο δρόμο της επιστροφής...

Αφορμή για να γράψω αυτό το κείμενο ήταν μια κουβέντα που άκουσα μετά την κηδεία: "Δεν πιστεύω να βγήκε πιο δυνατός άντρας απ' το Γούλα στο χωριό μας! Τουλάχιστον, στα δικά μας χρόνια!"...
Είναι κάτι που πίστευα από μικρός! Όχι επειδή έτσι φάνταζε στα παιδικά μου μάτια (μας χώριζε μόνο μια πενταετία) αλλά γιατί, από τότε που τον θυμάμαι, τον θυμάμαι ΑΝΤΡΑ!!!

...στο Βαγγέλη και τη Γιώτα!

Υ.Γ. Οι φωτογραφίες είναι από το λαογραφικό ημερολόγιο-λεύκωμα του Μ.Ε.Σ. Άκρης (2011)...